- ἐπισπείρων
- ἐπισπείρωsow with seedpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισπείρω — ἐπισπείρω (Α) [σπείρω] 1. σπέρνω ξανά ή επάνω σε κάποιον χώρο 2. κατηγορώ («μομφὰν δ’ ἐπισπείρων ἀλιτροῑς», Πίνδ.) … Dictionary of Greek